Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίθυρον
τρίιππον
τρικαλάμιος
τρικαλίνδητος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
τρίκαρπος
τρικέλλαρον
τρίκεντρον
τρικεράμιον
τρικέραμον
τρικέρβερος
τρικέφαλος
τρίκκος
τρικλαρία
τρικλιναρχία
τρικλινιάρχης
τρικλινικός
τρικλίνιον
τρίκλινος
τρίκλυστος
View word page
τρικέραμον
τρῐ-κέρᾰμον, τό, a liquid measure, ib. 6965 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρικέραμον
Headword (normalized):
τρικέραμον
Headword (normalized/stripped):
τρικεραμον
IDX:
104966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐ-κέρᾰμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a liquid measure, ib.<span class="bibl"> 6965 </span>, al.</div><br><br>'}