Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριηρονόμος
τριηροποιικός
τριηροποιός
τριθάλασσος
τριθάλεια
τριθαλής
τριθαλλίαι
τριθέλυμνος
τρίθετος
τριθημέρη
τριθημερινός
τρίθυρον
τρίιππον
τρικαλάμιος
τρικαλίνδητος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
τρίκαρπος
τρικέλλαρον
τρίκεντρον
τρικεράμιον
View word page
τριθημερινός
τρῐθ-ημερινός,
A). nudiustertianus, Gloss.


ShortDef

nudiustertianus

Debugging

Headword:
τριθημερινός
Headword (normalized):
τριθημερινός
Headword (normalized/stripped):
τριθημερινος
IDX:
104955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐθ-ημερινός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nudiustertianus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}