Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριηριτεύω
τριηρίτης
τριηριτικός
τρίηρον
τριηρονόμος
τριηροποιικός
τριηροποιός
τριθάλασσος
τριθάλεια
τριθαλής
τριθαλλίαι
τριθέλυμνος
τρίθετος
τριθημέρη
τριθημερινός
τρίθυρον
τρίιππον
τρικαλάμιος
τρικαλίνδητος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
View word page
τριθαλλίαι
τρῐ-θαλλίαι·
μεγάλως τοῦ θάλλειν αἰτίαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριθαλλίαι
Headword (normalized):
τριθαλλίαι
Headword (normalized/stripped):
τριθαλλιαι
IDX:
104951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104952
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐ-θαλλίαι·</span> <span class="foreign greek">μεγάλως τοῦ θάλλειν αἰτίαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}