Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριήρης
τριηρικός
τριηριτεύω
τριηρίτης
τριηριτικός
τρίηρον
τριηρονόμος
τριηροποιικός
τριηροποιός
τριθάλασσος
τριθάλεια
τριθαλής
τριθαλλίαι
τριθέλυμνος
τρίθετος
τριθημέρη
τριθημερινός
τρίθυρον
τρίιππον
τρικαλάμιος
τρικαλίνδητος
View word page
τριθάλεια
τρῐ-θάλεια
[θᾰ]
,
τά
, epith. of
λόχια,
A).
=
πολυθαλῆ λοχεύματα
,
Antim.
in
PMilan.
17.33
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριθάλεια
Headword (normalized):
τριθάλεια
Headword (normalized/stripped):
τριθαλεια
IDX:
104949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104950
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐ-θάλεια</span> <span class="pron greek">[θᾰ]</span>, <span class="gen greek">τά</span>, epith. of <span class="foreign greek">λόχια,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυθαλῆ λοχεύματα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antim.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMilan.</span> 17.33 </span>.</div> </div><br><br>'}