Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριηρέτης
τριηρημιολία
τριήρης
τριηρικός
τριηριτεύω
τριηρίτης
τριηριτικός
τρίηρον
τριηρονόμος
τριηροποιικός
τριηροποιός
τριθάλασσος
τριθάλεια
τριθαλής
τριθαλλίαι
τριθέλυμνος
τρίθετος
τριθημέρη
View word page
τρίηρον
τρίηρον·
πλοῖον μικρόν,
Hsch.
(fort.
τριήριον
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρίηρον
Headword (normalized):
τρίηρον
Headword (normalized/stripped):
τριηρον
IDX:
104944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104945
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρίηρον·</span> <span class="foreign greek">πλοῖον μικρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">τριήριον</span>).</div><br><br>'}