Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριημίτονον
τριημιχοῖνιξ
τριημιωβόλιον
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηράρχης
τριηραρχία
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριηρέτης
τριηρημιολία
τριήρης
τριηρικός
τριηριτεύω
τριηρίτης
τριηριτικός
τρίηρον
τριηρονόμος
τριηροποιικός
τριηροποιός
View word page
τριηρέτης
τρῐηρ-έτης, τρῐηρ-ετικός, ff. ll. for τριηριτ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριηρέτης
Headword (normalized):
τριηρέτης
Headword (normalized/stripped):
τριηρετης
IDX:
104937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐηρ-έτης</span>, <span class="orth greek">τρῐηρ-ετικός</span>, ff. ll. for <span class="foreign greek">τριηριτ-.</span> </div><br><br>'}