Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριημιπλίνθιον
τριημιπόδιον
τριημίς[εον]
τριημῖστατῆρα
τριημιτόνιον
τριημίτονον
τριημιχοῖνιξ
τριημιωβόλιον
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηράρχης
τριηραρχία
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριηρέτης
τριηρημιολία
τριήρης
τριηρικός
τριηριτεύω
τριηρίτης
View word page
τριηράρχης
τρῐηράρχ-ης,
A). v. τριήραρχος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριηράρχης
Headword (normalized):
τριηράρχης
Headword (normalized/stripped):
τριηραρχης
IDX:
104932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐηράρχ-ης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριήραρχος.</span> </div> </div><br><br>'}