τριηραρχέω
τρῐηραρχ-έω, pf.
A). τετριηράρχηκα , 15.145 :— 139 command a trireme, , 8.46 : c. gen., 4.11 τ. νεός ; 7.181 τῆς Παράλου ; 5.42 τ. ἐς Κύπρον . 19.25
II). at Athens, and in the empires of the Diadochi, to be trierarch, i.e. fit out a trireme for the public service, Eq. 912 (lyr.), Ra. 1065 (anap.); τ. πολλά ; 2.2.12 τριηραρχίας πολλὰς τ. ; 13.62 Γνώμη,. . ἧς ἐτριηράρχει Ἀπολλόδωρος IG 22.1627.250 ; εἰς τὴν ναῦν ἣν τριηραρχεῖ PCair.Zen. 36.5 (iii B. C.); οἶκος τριηραρχῶν a family wealthy enough for the trierarchy, ; 7.32 ὅσοι .. τετριηραρχήκασι (at Teos and Lebedos) SIG 344.66 (iv B. C.):— Pass., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται has trierarchs found it, Ath. 1.13 .
III). in the cult of Isis, equip the sacred ship, τριηραρχήσαντα ἱεροπρεπῶς LW 1143 (Cius): cf. ναυβατέω, ναυαρχέω.