Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριηκάς
τριηκοντήμερος
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
τριημικοτύλιον
τριημιολία
τριημίπηχυς
τριημιπλίνθιον
τριημιπόδιον
τριημίς[εον]
View word page
τριηκοντήμερος
τριηκοντήμερος
, Ion. for
τριακονθήμερος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριηκοντήμερος
Headword (normalized):
τριηκοντήμερος
Headword (normalized/stripped):
τριηκοντημερος
IDX:
104914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104915
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριηκοντήμερος</span>, Ion. for <span class="foreign greek">τριακονθήμερος.</span> </div><br><br>'}