τρίζυγος
τρίζῠγος, ον ( η, ον Ichn. 168 ), and τρίζυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,
A). three-yoked, three in union, Χαρίτων τριζύγων Fr. 545 ; τρίζυγοι θεαί Hel. 357 (lyr.); τριζυγέες Χάριτες AP 11.27 ( ); also τρίζυγες κασίγνητοι ib. 6.181 ( ).
2). triple, τριζύγης οἵμου βάσιν Ichn. l. c.; τρίζυγον ἑβδομάδα Supp.Epigr. 3.216 (Attica, ii/i B. C.).