Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίενος
τριέσπερος
τριετήρ
τριετήρης
τριετηρικός
τριετηρίς
τριέτηρος
τριέτης
τριετία
τριετίζω
τριζυγής
τρίζυγος
τρίζω
τριζῳδία
τρίζωος
τριηκάς
τριηκοντήμερος
τριημερία
τριήμερος
τριημιαρτάβιον
τριημίγυον
View word page
τριζυγής
τριζῠγής, ές,


ShortDef

three yoked, three in union

Debugging

Headword:
τριζυγής
Headword (normalized):
τριζυγής
Headword (normalized/stripped):
τριζυγης
IDX:
104908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριζῠγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,</div><br><br>'}