Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριγωνοδεσπότης
τριγωνοειδής
τριγωνοκρατορέω
τριγωνοκράτωρ
τρίγωνος
τριγωνότης
τρίδακνος
τριδακτυλιαῖος
τριδάκτυλος
τρίδειρος
τριδέσποτος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τρίδυμος
τριδύναμος
τρίδωρος
τριέγγονος
τρίειδος
τριέλικτος
τριέλιξ
τριέμβολος
View word page
τριδέσποτος
τρι-δέσποτος, ον,
A). with three masters, Sch. Lyc. 328 .


ShortDef

with three masters

Debugging

Headword:
τριδέσποτος
Headword (normalized):
τριδέσποτος
Headword (normalized/stripped):
τριδεσποτος
IDX:
104887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρι-δέσποτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with three masters,</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 328 </span>.</div> </div><br><br>'}