Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριγωνίστρια
τριγωνοδεσπότης
τριγωνοειδής
τριγωνοκρατορέω
τριγωνοκράτωρ
τρίγωνος
τριγωνότης
τρίδακνος
τριδακτυλιαῖος
τριδάκτυλος
τρίδειρος
τριδέσποτος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τρίδυμος
τριδύναμος
τρίδωρος
τριέγγονος
τρίειδος
τριέλικτος
τριέλιξ
View word page
τρίδειρος
τρί-δειρος [ῐ], ον,
A). three-necked, metaph. of Sicily, Lyc. 966 .


ShortDef

three-necked

Debugging

Headword:
τρίδειρος
Headword (normalized):
τρίδειρος
Headword (normalized/stripped):
τριδειρος
IDX:
104886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρί-δειρος</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">three-necked,</span> metaph. of Sicily, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 966 </span>.</div> </div><br><br>'}