τριγονία
τρῐγον-ία, ἡ,
A). the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας ; 58.17 ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Ath. 19 ; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. citing 8.85 (who does not use the word in Ath. 55.3 ); οἱ ἐκ τ. ( v.l. τριγενείας ) στιγματίαι ; 2.446 ἐκ τ. βασιλεύς ; 1.7.4 εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, , 11.10.1 12.2.11 , cf. Or. 4.131c ; cf. τριγένεια.