τριγμός
τριγμός or τρισμός, ὁ,
A). shrill cry, scream, of the partridge, τριγμὸν ἀφίησι HA 614a22 ; of some fish, τριγμοὺς ἀφιᾶσι ib. 535b16 ; φθέγγονται οἷον τρισμόν CP 5.10.5 (but τριγμόν HP 4.14.5 cod. U); τρισμὸς μυός Marc. 5 .
2). a grating, grinding, rasping, τρισμοὶ ὀδόντων Acut.(Sp.) 6 , cf. Sch. Av. 1520 ; τρισμοὶ πριόνων ; 2.654f crepitation in bone-fractures, Zos.Alch. p.233