Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
Τριγκαῖος
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλίον
τριγλίς
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
τριγλοφία
τριγλοφόρος
τριγλυφία
τρίγλυφος
τριλγλώχις
τριγμός
τριγόλας
View word page
τριγλίον
τριγλ-ίον, τό, = sq., PCair.Zen. 82.8 (iii B. C.), Gp. 20.46.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριγλίον
Headword (normalized):
τριγλίον
Headword (normalized/stripped):
τριγλιον
IDX:
104853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριγλ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 82.8 </span> (iii B. C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 20.46.1 </span>.</div><br><br>'}