Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
Τριγκαῖος
τρίγλη
τρίγληνος
τριγλίζω
τριγλίον
τριγλίς
τριγλῖτις
τριγλοβόλος
τριγλοφία
τριγλοφόρος
τριγλυφία
View word page
Τριγκαῖος
Τριγκαῖος, cited without interpretation by Theognost. Can. 52 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Τριγκαῖος
Headword (normalized):
τριγκαῖος
Headword (normalized/stripped):
τριγκαιος
IDX:
104849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Τριγκαῖος</span>, cited without interpretation by <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 52 </span>.</div><br><br>'}