Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίβων1
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
Τριγκαῖος
τρίγλη
τρίγληνος
View word page
τριβωνώδης
τρῐβωνώδης, ες,
A). like a τρίβων (A), Phot. s.v. λῄδιον (fort. τριβωνιώδης).


ShortDef

like a τρίβων (A)

Debugging

Headword:
τριβωνώδης
Headword (normalized):
τριβωνώδης
Headword (normalized/stripped):
τριβωνωδης
IDX:
104841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐβωνώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a</span> <span class="foreign greek">τρίβων</span> (A), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λῄδιον</span> (fort. <span class="foreign greek">τριβωνιώδης</span>).</div> </div><br><br>'}