Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίβωμος
τρίβων1
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
Τριγκαῖος
τρίγλη
View word page
τριβωνοφόρος
τρῐβωνο-φόρος, ον,
A). wearing a τρίβων (A), Hsch., EM 766.6 .


ShortDef

wearing a τρίβων (A)

Debugging

Headword:
τριβωνοφόρος
Headword (normalized):
τριβωνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τριβωνοφορος
IDX:
104840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐβωνο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearing a</span> <span class="foreign greek">τρίβων</span> (A), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 766.6 </span>.</div> </div><br><br>'}