Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρίβω
τριβώλετερ
τρίβωμος
τρίβων1
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
τριγίγας
View word page
τριβωνοφορέω
τρῐβωνο-φορέω
,
A).
wear a
τρίβων
(A),
Plu.
2.52e
.
ShortDef
wear a τρίβων (A)
Debugging
Headword:
τριβωνοφορέω
Headword (normalized):
τριβωνοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τριβωνοφορεω
IDX:
104838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104839
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐβωνο-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wear a</span> <span class="foreign greek">τρίβων</span> (A), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.52e </span>.</div> </div><br><br>'}