Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριβυνάριον
τρίβω
τριβώλετερ
τρίβωμος
τρίβων1
τρίβων2
τριβωνάριον
τριβωνεύομαι
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τριβωνιώδης
τριβωνοφορέω
τριβωνοφορία
τριβωνοφόρος
τριβωνώδης
τρίγαμος
τριγένεια
τριγενής
τριγέννητος
τριγερήνιος
τριγέρων
View word page
τριβωνιώδης
τρῐβων-ιώδης
,
ες
,
A).
like a
α τριβώνιον,
restored for
τριβωνίδες
in
Hsch.
s.v.
λῃδιώδεις.
ShortDef
like a α τριβώνιον
Debugging
Headword:
τριβωνιώδης
Headword (normalized):
τριβωνιώδης
Headword (normalized/stripped):
τριβωνιωδης
IDX:
104837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104838
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐβων-ιώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a</span> <span class="foreign greek">α τριβώνιον,</span> restored for <span class="foreign greek">τριβωνίδες</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λῃδιώδεις.</span> </div> </div><br><br>'}