Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριάντα
τριαν[τέτης
τριάνωρ
τριάξ
τριάριοι
τριάρμενος
τριαρχία
τριάς
τριᾶς
τριασμός
τριάσσω
τριατέτταρα
τριαῦλαξ
τριαύχενος
τριαύχην
τριβαία
τριβακός
Τριβαλλοί
τρίβανον
τριβανόω
τρίβαξ
View word page
τριάσσω
τρῐάσσω,
A). = τριάζω (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριάσσω
Headword (normalized):
τριάσσω
Headword (normalized/stripped):
τριασσω
IDX:
104799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104800
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριάζω</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}