Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριακοντάχρονος
τριακόντερος
τριακοντετηρίς
τριακοντέτης
τριακοντήρης
τριακοντόδραχμος
τριακοντοέτης
τριακοντόκωπος
τριακοντόριον
τριακόντορος
τριακοντούτης
τριακοντώρυγος
τριακοσιεξήκοντα
τριακόσιοι
τριακοσιοστός
τριακοσιόχους
τριακοσταῖος
τριακοστημόριον
τριακόστ[ια
τριακοστόδυος
τριακοστόπεμπτος
View word page
τριακοντούτης
τρῐᾱκοντ-ούτης, τρῐᾱκοντ-οῦτις,
A). v. τριακονταέτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριακοντούτης
Headword (normalized):
τριακοντούτης
Headword (normalized/stripped):
τριακοντουτης
IDX:
104774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐᾱκοντ-ούτης</span>, <span class="orth greek">τρῐᾱκοντ-οῦτις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριακονταέτης.</span> </div> </div><br><br>'}