Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριακοντάς
τριακοντάσημος
τριακονταστάδιος
τριακοντάσχοινος
τριακοντατέσσαρες
τριακοντατρεῖς
τριακοντάφυλλος
τριακονταχοίνικος
τριακοντάχους
τριακοντάχρονος
τριακόντερος
τριακοντετηρίς
τριακοντέτης
τριακοντήρης
τριακοντόδραχμος
τριακοντοέτης
τριακοντόκωπος
τριακοντόριον
τριακόντορος
τριακοντούτης
τριακοντώρυγος
View word page
τριακόντερος
τρῐᾱκόντ-ερος,
A). v. τριακόντορος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριακόντερος
Headword (normalized):
τριακόντερος
Headword (normalized/stripped):
τριακοντερος
IDX:
104765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐᾱκόντ-ερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριακόντορος.</span> </div> </div><br><br>'}