Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριακονταρχία
τριακοντάς
τριακοντάσημος
τριακονταστάδιος
τριακοντάσχοινος
τριακοντατέσσαρες
τριακοντατρεῖς
τριακοντάφυλλος
τριακονταχοίνικος
τριακοντάχους
τριακοντάχρονος
τριακόντερος
τριακοντετηρίς
τριακοντέτης
τριακοντήρης
τριακοντόδραχμος
τριακοντοέτης
τριακοντόκωπος
τριακοντόριον
τριακόντορος
τριακοντούτης
View word page
τριακοντάχρονος
τρῐᾱκοντά-χρονος
,
ον
,
A).
=
τριακοντάσημος
,
Tz.
in
An.Ox.
3.311
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριακοντάχρονος
Headword (normalized):
τριακοντάχρονος
Headword (normalized/stripped):
τριακονταχρονος
IDX:
104764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104765
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐᾱκοντά-χρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριακοντάσημος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 3.311 </span>.</div> </div><br><br>'}