Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριαινοειδής
τριαινοῦχος
τριαινόω
τριαινώδης
τριακάδαρχος
τριακαιδεκέτης
τριακάς
τριακάσιοι
τριακάτιοι
τριάκις
τριάκοιστος
τριακονθάμματος
τριακονθήμερος
τριάκοντα
τριακοντάδραχμοι
τριακονταδύο
τριακονταετηρίς
τριακονταέτης
τριακονταετία
τριακοντάζυγος
τριακόντακις
View word page
τριάκοιστος
τρῐάκοιστος,
A). v. τριακοστός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριάκοιστος
Headword (normalized):
τριάκοιστος
Headword (normalized/stripped):
τριακοιστος
IDX:
104726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐάκοιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριακοστός.</span> </div> </div><br><br>'}