Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήμη
τρῆνυ
τρηρόν
τρήρων
τρῆσις
τρητοκουρήτας
τρητός
τρηχαλέος
τρηχυβατέω
τρήχω1
τρηχώ2
τρηχώδης
τρῐ
τριαγμός
τριάδελφος
τριαδίζω
τριαδικός
τριάζω
τρίαινα
View word page
τρηχυβατέω
τρηχῠβᾰτέω
,
τρηχύνω
,
τρηχύς
,
τρήχυσμα
,
τρηχυσμός
, Ion. for
τραχ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρηχυβατέω
Headword (normalized):
τρηχυβατέω
Headword (normalized/stripped):
τρηχυβατεω
IDX:
104704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104705
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρηχῠβᾰτέω</span>, <span class="orth greek">τρηχύνω</span>, <span class="orth greek">τρηχύς</span>, <span class="orth greek">τρήχυσμα</span>, <span class="orth greek">τρηχυσμός</span>, Ion. for <span class="foreign greek">τραχ-.</span> </div><br><br>'}