Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρεπτέον
τρεπτικός
τρεπτός
τρεπτότης
τρέπω
τρεσᾶς
τρέστης
τρέφος
τρεφουργία
τρέφω
Τρεφώνιος
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
τρέχω
τρέψις
τρεψίχρως
τρέω
τρηγαλέον
τρηδών
τρῆμα
View word page
Τρεφώνιος
Τρεφώνιος,
A). v. Τροφώνιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Τρεφώνιος
Headword (normalized):
τρεφώνιος
Headword (normalized/stripped):
τρεφωνιος
IDX:
104681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Τρεφώνιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Τροφώνιος.</span> </div> </div><br><br>'}