Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρείω
τρέμιθος
τρέμω
τρέξι
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτικός
τρεπτός
τρεπτότης
τρέπω
τρεσᾶς
τρέστης
τρέφος
τρεφουργία
τρέφω
Τρεφώνιος
τρεχέδειπνος
τρέχις
τρέχνος
View word page
τρεπτότης
τρεπ-τότης, ητος, ,
A). = τροπή , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρεπτότης
Headword (normalized):
τρεπτότης
Headword (normalized/stripped):
τρεπτοτης
IDX:
104674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104675
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρεπ-τότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τροπή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}