τρεπτικός
τρεπ-τικός, ή, όν,
A). causing change in, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης ; epith. of the sign Libra, 2.3.17 Astr. 1.1 :— f.l. for θρεπτικός , . 10.2
2). Adv. -κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην by revolution, . 3.13.3