Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρείω
τρέμιθος
τρέμω
τρέξι
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτικός
τρεπτός
τρεπτότης
τρέπω
τρεσᾶς
View word page
τρείω
τρείω
, late Ep. for
τρέω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρείω
Headword (normalized):
τρείω
Headword (normalized/stripped):
τρειω
IDX:
104666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104667
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρείω</span>, late Ep. for <span class="foreign greek">τρέω</span> (q. v.).</div><br><br>'}