Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρείω
τρέμιθος
τρέμω
τρέξι
τρέπεδδα
τρεπτέον
τρεπτικός
View word page
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκᾰ/-χορδος, ον,
A). of thirteen notes, Nicom. Harm. 11 .


ShortDef

of thirteen notes

Debugging

Headword:
τρεισκαιδεκάχορδος
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκάχορδος
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκαχορδος
IDX:
104662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104663
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρεισκαιδεκᾰ/-χορδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of thirteen notes,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg002:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg002:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nicom.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Harm.</span> 11 </a>.</div> </div><br><br>'}