Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρείω
τρέμιθος
τρέμω
τρέξι
τρέπεδδα
τρεπτέον
View word page
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκᾰ-φόρος, ον,
A). fruiting thirteen times, Luc. VH 2.13 .


ShortDef

fruiting thirteen times

Debugging

Headword:
τρεισκαιδεκαφόρος
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκαφόρος
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκαφορος
IDX:
104661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρεισκαιδεκᾰ-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fruiting thirteen times,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 2.13 </span>.</div> </div><br><br>'}