Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐτης
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκώρυγος
τρείω
τρέμιθος
τρέμω
τρέξι
View word page
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδεκᾰτ-ημόριον, τό,
A). thirteenth part, Eudox. Ars 16.11 .


ShortDef

thirteenth part

Debugging

Headword:
τρεισκαιδεκατημόριον
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκατημόριον
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκατημοριον
IDX:
104659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρεισκαιδεκᾰτ-ημόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thirteenth part,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1358.tlg003:16:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1358.tlg003:16.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eudox.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ars</span> 16.11 </a>.</div> </div><br><br>'}