Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρέ
τρεῖος
τρεῖς
τρία
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
ἐτης
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδεκασύλλαβος
τρεισκαιδεκαταῖος
τρεισκαιδεκατημόριον
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκάχορδος
τρεισκαιδεκέτης
View word page
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκα-πάλαστος [πᾰ], ον,
A). measuring thirteen παλασταί, PPetr. 3p.125 (iii B. C., τρις- Pap.).


ShortDef

measuring thirteen παλασταί (palm of the hand)

Debugging

Headword:
τρεισκαιδεκαπάλαστος
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκαπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκαπαλαστος
IDX:
104653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104654
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρεισκαιδεκα-πάλαστος</span> <span class="pron greek">[πᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measuring thirteen</span> <span class="foreign greek">παλασταί,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.125 </span> (iii B. C., <span class="foreign greek">τρις-</span> Pap.).</div> </div><br><br>'}