Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τράχω
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
τρέ
τρεῖος
τρεῖς
τρία
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
ἐτης
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαπλασίων
View word page
τρεῖς
τρεῖς, οἱ, αἱ,


ShortDef

three

Debugging

Headword:
τρεῖς
Headword (normalized):
τρεῖς
Headword (normalized/stripped):
τρεις
IDX:
104645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρεῖς</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>,</div><br><br>'}