Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τράχω
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
τρέ
τρεῖος
τρεῖς
τρία
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
ἐτης
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαιδεκάμετρος
τρεισκαιδεκάμηνος
τρεισκαιδεκαπάλαστος
View word page
τρέ
τρέ· σέ, Κρῆτες, Hsch. (Prob. τvέ; perh. from Κρητῶν πόλις in Pisidia.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρέ
Headword (normalized):
τρέ
Headword (normalized/stripped):
τρε
IDX:
104643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρέ·</span> <span class="foreign greek">σέ, Κρῆτες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Prob. <span class="foreign greek">τvέ;</span> perh. from <span class="foreign greek">Κρητῶν πόλις</span> in Pisidia.)</div><br><br>'}