Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τραχύπους
τραχύς
τράχυσμα
τραχυσμός
τραχύστομος
τραχύτης
τραχύφλοιος
τραχυφωνέω
τραχυφωνία
τραχύφωνος
τράχω
τραχώδης
τράχωμα
τραχωματικός
τραχών
τρέ
τρεῖος
τρεῖς
τρία
τρεισκαίδεκα
τρεισκαιδεκάγωνος
View word page
τράχω
τράχω
[ᾰ
], Dor. for
τρέχω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τράχω
Headword (normalized):
τράχω
Headword (normalized/stripped):
τραχω
IDX:
104638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104639
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τράχω</span> <span class="foreign greek">[ᾰ</span>], Dor. for <span class="foreign greek">τρέχω</span> (q. v.).</div><br><br>'}