Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχηλιμαῖος
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
τραχηλόσιμος
τραχηλώδης
Τραχίς
τραχόομαι
τρᾶχος
τράχουρος
τραχυβατέω
View word page
τραχηλοειδής
τρᾰχηλο-ειδής, ές,
A). like the neck, Hsch. s.v. δειράδες.


ShortDef

like the neck

Debugging

Headword:
τραχηλοειδής
Headword (normalized):
τραχηλοειδής
Headword (normalized/stripped):
τραχηλοειδης
IDX:
104611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰχηλο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like the neck,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">δειράδες.</span> </div> </div><br><br>'}