Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τράφος
τράφω
τράχε
τραχεόστρακος
τραχέως
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχηλιμαῖος
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
τραχηλοκοπία
τράχηλος
View word page
τραχηλιμαῖος
τρᾰχηλ-ιμαῖος,
A). v. τραχηλιαῖος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τραχηλιμαῖος
Headword (normalized):
τραχηλιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιμαιος
IDX:
104604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰχηλ-ιμαῖος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τραχηλιαῖος.</span> </div> </div><br><br>'}