Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τράφαλλος
τραφαλλίδα
τραφέμεν
τραφερός
τράφη
τράφηξ
τράφος
τράφω
τράχε
τραχεόστρακος
τραχέως
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχηλιμαῖος
View word page
τράφος
τράφος,
A). = τάφρος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τράφος
Headword (normalized):
τράφος
Headword (normalized/stripped):
τραφος
IDX:
104594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τράφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τάφρος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}