Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραυματικός
τραυμάτιον
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τράφαλλος
τραφαλλίδα
τραφέμεν
τραφερός
τράφη
τράφηξ
τράφος
τράφω
τράχε
τραχεόστρακος
τραχέως
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
View word page
τράφη
τράφη, ,
A). v. τάφρη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τράφη
Headword (normalized):
τράφη
Headword (normalized/stripped):
τραφη
IDX:
104592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τράφη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τάφρη.</span> </div> </div><br><br>'}