Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυμάτισμαι
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τράφαλλος
τραφαλλίδα
τραφέμεν
τραφερός
τράφη
τράφηξ
τράφος
τράφω
τράχε
τραχεόστρακος
τραχέως
View word page
τράφαλλος
τράφαλλος·
ὁ χλωρὸς τυρός, οἱ δὲ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τράφαλλος
Headword (normalized):
τράφαλλος
Headword (normalized/stripped):
τραφαλλος
IDX:
104588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104589
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τράφαλλος·</span> <span class="foreign greek">ὁ χλωρὸς τυρός, οἱ δὲ</span> </div><br><br>'}