Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραύλωσις
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυμάτισμαι
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τράφαλλος
τραφαλλίδα
τραφέμεν
View word page
τραυματίζω
τραυμᾰτ-ίζω
, Ion.
τρωμ-
: pf.
τετραυμάτικα
Decr. ap.
D.
18
.
155
:— Pass.
ShortDef
to wound
Debugging
Headword:
τραυματίζω
Headword (normalized):
τραυματίζω
Headword (normalized/stripped):
τραυματιζω
IDX:
104580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104581
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τραυμᾰτ-ίζω</span>, Ion. <span class="orth greek">τρωμ-</span>: pf. <span class="foreign greek">τετραυμάτικα</span> Decr. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 18 </span>. <span class="bibl"> 155 </span>:— Pass. </div><br><br>'}