Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τραπητέον
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραύλωσις
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυμάτισμαι
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
View word page
τραύλωσις
τραύλωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
τραυλότης
,
Gal.
18(1).51
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τραύλωσις
Headword (normalized):
τραύλωσις
Headword (normalized/stripped):
τραυλωσις
IDX:
104575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104576
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τραύλωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τραυλότης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).51 </span>.</div> </div><br><br>'}