Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπεζώ
τραπεζώδης
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπείομεν
τραπελίζομαι
τραπέμπαλιν
τράπεσδα
τραπέω
τραπῆναι
τράπηξ
τραπητέον
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
View word page
τράπεσδα
τράπεσδα, Dor. for τράπεζα (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τράπεσδα
Headword (normalized):
τράπεσδα
Headword (normalized/stripped):
τραπεσδα
IDX:
104561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104562
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τράπεσδα</span>, Dor. for <span class="foreign greek">τράπεζα</span> (q. v.).</div><br><br>'}