Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπεζώ
τραπεζώδης
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπείομεν
τραπελίζομαι
τραπέμπαλιν
τράπεσδα
τραπέω
τραπῆναι
τράπηξ
τραπητέον
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
View word page
τραπελίζομαι
τρᾰπελίζομαι
,
A).
=
τροπαλίζομαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τραπελίζομαι
Headword (normalized):
τραπελίζομαι
Headword (normalized/stripped):
τραπελιζομαι
IDX:
104559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104560
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰπελίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τροπαλίζομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}