Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπεζώ
τραπεζώδης
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπείομεν
τραπελίζομαι
τραπέμπαλιν
τράπεσδα
τραπέω
τραπῆναι
τράπηξ
τραπητέον
τραπητής
τραπητός
τρασιά
View word page
τραπείομεν
τρᾰπείομεν,
A). v. τέρπω 11.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τραπείομεν
Headword (normalized):
τραπείομεν
Headword (normalized/stripped):
τραπειομεν
IDX:
104558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰπείομεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τέρπω</span> <span class="bibl"> 11.2 </span>.</div> </div><br><br>'}