Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τραπεζίας
τραπέζιον
τραπεζιτεία
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζόκορος
τραπεζολοιχός
τραπεζόπιναξ
τραπεζοποιέω
τραπεζοποιία
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπεζώ
τραπεζώδης
τραπέζωμα
View word page
τραπεζόπιναξ
τρᾰπεζό-πῐναξ,
A). repositorium, Gloss.


ShortDef

repositorium

Debugging

Headword:
τραπεζόπιναξ
Headword (normalized):
τραπεζόπιναξ
Headword (normalized/stripped):
τραπεζοπιναξ
IDX:
104545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρᾰπεζό-πῐναξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">repositorium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}