Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρανίαν
τρανοποιέω
τρανός
τρανότης
τρανόω
τράνωμα
τρανωτικός
τράξ
τράπεζα
τραπεζεῖον
τραπεζείτης
τραπεζεύς
τραπεζήεις
τραπεζήτας
τραπεζία
τραπεζίας
τραπέζιον
τραπεζιτεία
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
View word page
τραπεζείτης
τραπεζ-είτης,
A). v. τραπεζίτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τραπεζείτης
Headword (normalized):
τραπεζείτης
Headword (normalized/stripped):
τραπεζειτης
IDX:
104530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-104531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τραπεζ-είτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τραπεζίτης.</span> </div> </div><br><br>'}